- σπαθάτος
- -η, -ο, / σπαθᾱτος, -άτη, -ον, ΝΜτο αρσ. ως ουσ. ο σπαθάτος(στο Βυζ.) ο σπαθάριοςνεοελλ.1. αυτός που φέρει σπαθί2. αξιωματικός3. μτφ. (για πρόσ.) ψηλός και λεπτός, λυγερόκορμος.[ΕΤΥΜΟΛ. < σπάθη + κατάλ. -ᾶτος (πρβλ. κονταρ-ᾶτος)].
Dictionary of Greek. 2013.